Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὅπως δήποτε

См. также в других словарях:

  • δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… …   Dictionary of Greek

  • οπωσδήποτε — (Α ὅπως δήποτε και ὁπωσδήποτε) επίρρ. με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ τοῡθ ὁπωσδήποτε», Δημοσθ.) νεοελλ. εξάπαντος, όπως και να έχει το πράγμα («θα έλθω οπωσδήποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε] …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»